Η ταλαντούχα Λίλα Μπακλέση και ο υπερταλαντούχος Κωνσταντίνος Μπιμπής έχουν πετύχει ισχυρή ψυχική επαφή. Έχουν οργανώσει μία παράσταση με καλούς ρυθμούς που σέβονται τους ρυθμούς του έργου και με παύσεις καίριες, χαριτωμένη και συγκινητική, έχουν αμεσότητα και χιούμορ που στο τέλος εκβάλλει σε συγκίνηση βαθιά. Αξίζει να τη δείτε.
[Γιώργος Σαρηγιάννης – Το Τέταρτο Κουδούνι]
Μια παράσταση που σε βάζει να αντιμετωπίσεις γλυκόπικρα την ωριμότητα, την ενηλικίωση, τη σκληρή πραγματικότητα αλλά και να θυμηθείς το πως ήταν να ερωτεύεσαι «για πάντα». Όλα αυτά δοσμένα με δυναμισμό, χιούμορ, συγκίνηση, τρυφερότητα και νοσταλγία. Χωρίς πολλά εφέ παρά μόνο με τις ερμηνείες των νέων και ταλαντούχων πρωταγωνιστών, καθώς μόνο αυτές χρειάζονται για να σου προκαλέσουν όλα αυτά τα συναισθήματα μαζί. Οι θεατές βρίσκονται γύρω απ’ τους ηθοποιούς πάνω στη σκηνή, γιατί αυτό το έργο είναι δικό σου, είναι δικό μου, είναι όλων μας. Σίγουρα θα γελάσεις, σίγουρα θα κλάψεις με όλα αυτά που θα σε αγγίξουν μέσα από ένα διάλογο, μια θάλασσα, μια βόλτα, ένα πάρτι, μερικά κοχύλια και έναν δυνατό, ανεξίτηλο έρωτα.
[DEBOP]
Οι ρυθμοί της παράστασης είναι γρήγοροι, η δομή κινηματογραφική, τα φλας-μπακ εξηγούν σταδιακά όλα τα ερωτήματα, και κορυφώνουν την πλοκή. Οι πρωταγωνιστές αναπτύσσουν μεταξύ τους μια χημεία που τους επιτρέπει την αίσθηση ενός καθημερινού παιχνιδιού λέξεων, βλεμμάτων, γέλιων, δακρύων και σιωπών. Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής, απόλυτα διαχυτικός, εξωστρεφής, λαλίστατος σε έναν ρόλο που η λέξη «αγαπησιάρης» τον περιγράφει απόλυτα, η Λίλα Μπακλέση, εγκρατής και στοχευμένη, σαφέστατα όμως εκφραστική μέσα στις σιωπές της, στα γελάκια της και στα σπινθηροβόλα βλέμματα της που καρφώνουν. Και οι δύο μαζί συμφωνούν, διαφωνούν, αντιδρούν, υπερασπίζονται και δικαιολογούν τις ζωές τους, την επόμενη στιγμή τις αρνούνται και αγαπούν. Βασικά αυτό, αγαπούν. Και πετυχαίνουν μια εξόχως μοναδική διάδραση με το κοινό, διάδραση αισθήσεων και συναισθημάτων. Ένα κοινό που φεύγει ερωτευμένο: με τον διπλανό του, τον απέναντί του, με την ίδια τη ζωή.
[ALL4FUN – Κώστας Ζήσης]
Μια παράσταση φωτεινή και ευχάριστη, φτιαγμένη με όρεξη από νέους ανθρώπους, που σου αφήνει μια γλυκιά αίσθηση -ακόμα και μέρες μετά.
[POSTMODERN – Έλενα Αλεξανδράκη]
Η Μπακλέση και ο Μπιμπής ζουν την ιστορία με το σώμα και την ψυχή τους και επιτυγχάνουν απόλυτη σκηνική χημεία που πραγματικά παρασύρει, δημιουργεί εικόνες και διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή που δεν μπορεί παρά να εμπλακεί συναισθηματικά μια και βρίσκεται επί σκηνής, σε απόσταση αναπνοής από τους δύο ηθοποιούς. Συγκεκριμένα η Λίλα Μπακλέση με το έμφυτο γρέζι στη φωνή προκαλεί ρίγη συγκίνησης, ενώ ο Κωνσταντίνος Μπιμπής θεωρώ ότι στέκεται καλύτερα στο κωμικό κομμάτι του έργου. Λιτοί στη σκηνοθεσία τους δίνουν έμφαση στο φρέσκο κείμενο που ζωντανεύει μπροστά μας. Κλείνω με μια ατάκα ακόμη από το έργο «Μόνο εμείς υπάρχουμε Μενίτα μου. Αυτή τη στιγμή σε ολόκληρο τον πλανήτη μόνο εμείς. Οι κάτω απ’ τ’ αστέρια».
[ΤΕΧΝΕΣ PLUS – Νατάσα Κωνσταντινίδη]
Μια παράσταση συγκινητική, αστεία, αληθινή, που τροφοδοτεί την αίσθηση της γλυκιάς ανάμνησης. «Είμαστε πολλά παιδιά, μεγάλη παρέα, αλλά για μένα υπάρχεις μόνο εσύ». Δύο είναι τα στοιχεία που κάνουν την παράσταση ξεχωριστή. Από τη μία υπάρχουν οι χαρακτήρες και ο λόγος του Τσρδάκα, και κυρίως οι εικόνες που φτιάχνει ο λόγος του, γεμάτες παραστατικότητα, ένταση και λίγωμα που στο τέλος «καταντούν» ποιητικές, και από την άλλη ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζονται τον λόγο του οι ηθοποιοί/ σκηνοθέτες, οι οποίοι επιλέγουν να ισορροπήσουν ανάμεσα στο γέλιο και το κλάμα στήνοντας παράλληλα τους ήρωες τον ένα απέναντι από τον άλλο και βάζοντας το κοινό πάνω στη σκηνή ώστε να το καταστήσουν κοινωνό- μάρτυρα της ερωτικής τους πάλης. Σ’ αυτήν την πάλη βοηθάει η εξαιρετική χημεία των δύο ηθοποιών, οι ήρωες μάλιστα των οποίων φτιάχτηκαν για τους ίδιους. Η Μπακλέση υιοθετεί ένα ερμηνευτικό κώδικα πιο εσωτερικό που εκμεταλλεύεται την κινησιολογία του σώματός της και την εκφραστικότητα που διαθέτει το πρόσωπό της, ακόμα και στη σιωπή, διατηρώντας πάντα τη ζωηράδα που απαιτεί η ηρωίδα της. Ο Μπίμπης απέναντί της πιο ζωηρός στην κίνηση, πιο αλέγρος, πιο κοντά στη σάτιρα και το παιχνίδι με το κοινό (στο στοιχείο του δηλαδή) είναι εκεί για να διεκδικεί επίμονα τον έρωτά του τορπιλίζοντας τη συνάντηση με αναμνήσεις και διασκεδάζοντας τον καημό του. «Μέσα στα μάτια του κάτι σκοτεινό λαμπύριζε. Αλλά η κοιλιά μου, μέσα της, με γαργαλούσε. Και σε αυτές τις περιπτώσεις οι κοιλιές δεν κάνουν λάθος» Τελικά και οι δύο ηθοποιοί υπάρχουν στη σκηνή με τον μόνο αποδεκτό τρόπο που θα μπορούσε να αποδοθεί αυτή η ιστορία, με πάθος και χωρίς υπερβολές. Η σκηνή άλλωστε στήθηκε από τους ίδιους για να υπηρετεί με αμεσότητα και νεύρο την αναμέτρηση των δύο ηρώων, όχι τόσο του ενός απέναντι στον άλλο, όσο των δύο απέναντι στις αναμνήσεις τους. Πολλές φορές θα αναζητήσει τον λόγο για όλα αυτά ο Νικολής, από την αρχή κιόλας ανοίγοντας την παράσταση. Γιατί, γιατί, γιατί, για να εισπράξει την απόλυτη σιωπή της Μένιας. Αυτό είναι το ερώτημα που μένει και στον θεατή, γιατί στραβώνει ό, τι στραβώνει στο έργο, ερώτημα που η ίδια η ζωή έχει απαντήσει άπειρες φορές με τη δική της σιωπή.
[Clickatlife.gr – ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΡΔΑΛΑΧΑΚΗ]
Η γραφή του Τηλέμαχου Τσαρδάκα αγγίζει τα βαθύτερα στρώματα των χαρακτήρων του και ασχολείται με μια ευρεία γκάμα συναισθημάτων. Ο συγγραφέας χειρίζεται σωστά την εισαγωγή και την ανάπτυξη του δραματικού στοιχείου, ώστε να μην εμφανίζεται ως πυροτέχνημα. Η παράσταση είχε ακατάπαυστο γέλιο και μας ταξίδεψε σε αναμνήσεις, που όλοι, όσοι μεγάλωσαν στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, έχουν βιώσει λίγο-πολύ. Η σκηνοθεσία των ηθοποιών Κωνσταντίνου Μπιμπή και Λίλας Μπακλέση ήταν άμεση, με γρήγορο τέμπο, κινηματογραφικές εναλλαγές, χωρίς υπερβολές, ενώ αξιοποίησε έξυπνα τα λίγα αντικείμενα και τον διαθέσιμο σκηνικό χώρο. Οι δύο τους έδωσαν έμφαση στη χειρονομία, την κίνηση του σώματος και στην μίξη στοιχείων stand-up comedy, σάτιρας και φάρσας, τηρώντας μια θαυμαστή ισορροπία. Οι δύο ηθοποιοί γεμάτοι με ενέργεια, κέφι και πάθος, κατάφεραν να παρασύρουν αβίαστα το κοινό να συμμετάσχει με ενθουσιασμό στο ερωτικό παιχνίδι τους επί σκηνής. Στο δύσκολο εγχείρημα του «ανακατέματος» των συναισθημάτων τα κατάφεραν περίφημα. Πέρναγαν από το κωμικό στο δραματικό σε σωστούς χρόνους και κυρίως με πειστικό τρόπο, έχοντας μέτρο και ισορροπία. Επιπλέον, με την εξαιρετική τους κίνηση έδιναν την αίσθηση, ότι η σκηνή είναι γεμάτη, ότι «βλέπεις» όλα τα «σκηνικά» μπροστά σου. Με εντυπωσίασε η άνεση, το πάθος, η αφοσίωση και η φυσικότητα του Κ.Μπιμπή, που σκιαγράφησε με χιούμορ και γλαφυρότητα τον ρόλο του. Για μία ώρα και κάτι, μας πρόσφεραν γέλιο, συναισθήματα και προβληματισμούς σε μια παράσταση, που συνδύασε άψογα το συγκινητικό με το κωμικό. Συνολικά, μια πολύ φροντισμένη δουλειά, μια απολαυστικά δυνατή παράσταση, με ατμόσφαιρα και παραστατικότητα, ρυθμό, νεανικότητα κι αλήθεια, στην οποία γελάς αυθόρμητα σχεδόν συνεχώς.
[PATRAS EVENTS – Κώστα Νταλιάνη]