Ενώ στην εγχώρια θεατρική παραγωγή όλα, λίγο-πολύ, θυσιάζονται στον Μολώχ του μεταμοντέρνου, του μεταδραματικού, της αποδομημένων και έκκεντρων σκηνοθεσιών, η Ελένη Σκότη επιμένει με συνέπεια στο ρεαλισμό με τις σάρκινες υποστάσεις του, τα οικεία τοπία του, το ανάγλυφο των χαρακτήρων και τις διεγερτικές παροξύνσεις των συγκρούσεών του.
Πέρσι με το «People, Places and Things» («Mε λένε Έμμα») του Duncan Macmillan η σκηνοθέτρια εμφάνισε ένα είδος θεματολογικής κόπωσης: παρότι παρέμεινε προσδεδεμένη σε έργο κοινωνικού προβληματισμού, φάνηκε να προδίδεται από το υπερπλεόνασμα χολιγουντιανού λούμπεν που ανέδιδαν τα πρόσωπα και τα διαδραματιζόμενα. Κάτι που, σίγουρα, δεν συμβαίνει με τη «Βασίλισσα της ομορφιάς» του Ιρλανδού συγγραφέα Martin McDonagh που παρουσιάζει φέτος («Θέατρο Επί Κολωνώ») και με το οποίο επιστρέφει στις αναγνωρίσιμες κλειστοφοβικές, σχεδόν πιντερικές, διαστάσεις δωματίου, στους αντιήρωες της διπλανής πόρτας, βυθισμένους στο τέναγος μιας αδιέξοδης ύπαρξης και κοινωνικής ζωής, με συμπτώματα ανενεργησίας και μαρασμού, αλλά και στις δυναμικές θερμοκρασίες των δραματικών κρεσέντων.
Το συγκεκριμένο έργο του McDonagh (το πρώτο της «The Leenane Trilogy»), σαφώς ανώτερο σε δομή και οικονομία από το υπερβαλλόντως αδόλεσχο, αν και επιτυχημένο, «Τhe Pillowman», εκτυλίσσεται τη δεκαετία του ’90 σε μια δυτική επαρχία της δυτικής Ιρλανδίας και περιγράφει την εκρηκτική συμβίωση μιας σαραντάρας γεροντοκόρης με την γηραιά αυταρχική μητέρα της, ένα ανθρωπόμορφο τέρας εξίσου γραφικό και αποκρουστικό. Εδώ ο ρεαλισμός δεν είναι οριζόντιος και εκφεύγει συστηματικά των ορίων της ηθογραφίας. Κάτω από μια γνώριμη επιφάνεια ο ΜcDonagh αφήνει να διαφανεί ένας μελαγχολικός συμβολισμός: η αχειραφέτητη, αδέξια και έρμαιο ψευδαισθήσεων και παραισθήσεων Maureen δεν είναι παρά το απείκασμα της χώρας του την εποχή της επίπλαστης, και κατοπινά καταστροφικής, οικονομικής άνθησής της, της πομφόλυγας των real estate, της αναδυόμενης νέας τάξης μεγιστάνων, μιας χώρας-βασίλισσας των κεφαλαίων των πολυεθνικών επενδυτικών κολοσσών και της Eurovision, που, όταν σβήνουν τα φώτα της γιορτής, εξακολουθεί να αναμετράται με τις πληγές του απορφανισμού της από τη αποικιοκρατική λαίλαπα και να αφουγκράζεται την εκκωφαντική σιωπή της στο άδειο και σκοτεινό κέλυφός της.
Ο McDonagh παραδίδει ένα In-yer-face της ψυχοπαθολογίας, της φραστικής και της σωματικής βίας που διαπερνά την εμπειρία του θεατή, επιβάλλοντάς του παθητικότητα και αισθήματα αποστροφής και πόνου, χωρίς το αντίβαρο της παραδοσιακής κάθαρσης, μια δραματουργία που, όπως αναφέρει ο Aleks Sierz, “μας λέει ποιοι πραγματικά είμαστε», όχι, όμως, χωρίς το δίχτυ ασφαλείας της μυθοπλασίας και μιας περίτεχνης θεατρικότητας.
Η Ελένη Σκότη εισήλθε στο ταπεινό επαρχιακό δωμάτιο των Folan σμιλεύοντας με κάθε ουσιαστική λεπτομέρεια πρόσωπα και πράγματα. Η Σοφία Σεϊρλή, στο ρόλο της τυραννικής μητέρας, σαρκώνει ένα φαινομενικά αφασικό πλάσμα που κρύβει εντός του ένα ολόκληρο δαιμονικό εργοτάξιο σκαιότητας και σατραπισμού, ένα συμβολικό προέκταμα της μοιρολατρίας και της συνθηκολόγησης που σαρώνει τους πάντες στο πέρασμά του, εξασφαλίζοντας ακόμα και μετά θάνατον την επιβίωσή του. Η Αγορίτσα Οικονόμου, η Maureen των ανικανοποίητων πόθων και των παρακρούσεων, αφήνει, άλλοτε με έκρυθμο μένος και άλλοτε με οδύνη, να εκλυθούν οι τελικοί σπασμοί για να ακουστεί ο βαθύς επιθανάτιος ρόγχος ενός ολόκληρου κόσμου που έχει παραδοθεί άνευ όρων στο λήθαργο και την αδράνεια. Ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, ο ματαιωμένος εραστής Pato με τους έωλους οραματισμούς και τα θολά αισθήματα, διαγράφει υποκριτικά μια ακόμα ισχυρή πτυχή στον καμβά των τραγικών προσώπων-θυμάτων, όπως και το οργισμένο «νιάτο», ο Ray του Γιώργου Κατσή, που περιφέρει τις πληγωμένες σάρκες του εαυτού του με απόγνωση και χωρίς ελπίδα διαφυγής.
[Κριτική του Γιώργου Παπαγιαννάκη-Κυριακάτικη δημοκρατία, 19/1/2020]