Κριτική για την παράσταση “Η Βασίλισσα της Ομορφιάς”

Τι κάνει ένα τόσο σκληρό, φαταλιστικό έργο, που αποδομεί το μέγιστο συναισθηματικό οχυρό μας, την άδολη μητρική αγάπη, να συναρπάζει τόσο; Η «Βασίλισσα της ομορφιάς» είναι το πρώτο θεατρικό έργο του ΜακΝτόνα, το οποίο, καθόλου τυχαία, του χάρισε αμέσως παγκόσμια αναγνώριση. Αποδεικνύεται και σε αυτήν την περίπτωση πως η σπουδαία ιρλανδική λογοτεχνική παράδοση, που εμφυτεύει σε ένα κατάμαυρο έργο τόσο χιούμορ κι ευαισθησία, έχει οικουμενικό χαρακτήρα. Με φόντο την Ιρλανδία, από όπου «πάντα κάποιος φεύγει», η σαραντάχρονη Μορίν ζει με την ηλικιωμένη μητέρα της Μαγκ, μια στρυφνή, υπερσυντηρητική γυναίκα, που την έχει καταδικάσει σε μια ζωή ερωτικής στέρησης και ψυχικής κακοποίησης.

Ο ΜακΝτόνα δεν αναλύει τα πώς ή τα γιατί. Το ενδιαφέρον του εστιάζει στο τώρα και στα πρόσωπα που εγκλωβίζονται σε έναν ασφυκτικό κλοιό –σε ένα σπίτι-κολαστήριο και μια χώρα-αδιέξοδο– κι εκθέτει μπροστά μας την κακοποιητική σχέση των δύο γυναικών, που εναλλάσσονται στους ρόλους θύτη και θύματος. Η προσωρινή επιστροφή του Πάτο, του νεανικού έρωτα της Μορίν, στην πόλη θα ανοίξει μια χαραμάδα φωτός, όμως η παρουσία του αδερφού του Ρέι θα αποδειχτεί μοιραία. Η Μορίν, με την ψυχική υγεία της πλέον εντελώς κλονισμένη, θα κλείσει τον φαύλο κύκλο παίρνοντας τη θέση της μητέρας της.

Στα χέρια της Ελένης Σκότη ένα έργο που δεν προσφέρει κάποια λύτρωση έγινε υψηλό, δηλαδή λυτρωτικό, θέατρο. Τίποτα δεν περισσεύει και τίποτα δεν λείπει από την παράστασή της. Όλα προκύπτουν από την καλοδουλεμένη σκηνοθεσία, που δεν βροντοφωνάζει την παρουσία της. Η Σκότη σκάβει κάτω από την επιφάνεια της απαιτητικής ιστορίας –αβανταδόρικης μόνο εκ πρώτης όψεως–, ξεπερνάει το σκόπελο του ψευδο-ρεαλισμού και φτάνει στην ουσία της σκηνικής αλήθειας.Ξέρει ότι έχει να κάνει με ένα έργο σχέσεων κι ερμηνειών, κι εκεί εστιάζει. Γι’ αυτό και απολαμβάνουμε αυτό το αποτέλεσμα σε μία από τις ευλογημένες στιγμές που οι –πράγματι ικανότατοι– ηθοποιοί εξελίσσονται ακόμη περισσότερο χάρη στη σκηνοθετική συνθήκη.

Η Αγορίτσα Οικονόμου επιβεβαιώνει πως πρόκειται για ένα τεράστιο κεφάλαιο του θεάτρου μας· ακατανόητο γιατί δεν βρίσκεται στην «πρώτη γραμμή». Συλλαμβάνει ολόπλευρα την κακοποιημένη Μορίν και είναι συγκλονιστική στο πώς παίζει με όλο της το σώμα, αλλάζοντας ανεπαίσθητα από την κακοζωισμένη «γεροντοκόρη» σε νέα, θελκτική γυναίκα. Αλληλεπιδρά άψογα με τη Σοφία Σεϊρλή, η οποία από την πλευρά της επιτυγχάνει να αποδώσει τη Μαγκ στην κόψη του ξυραφιού, ως μια διαβολική μητρική μορφή –θυμίζει κακιά μάγισσα παραμυθιού, αλλά δεν γίνεται καρικατούρα– και την επόμενη στιγμή ως μια ανυπεράσπιστη ηλικιωμένη φιγούρα. Βαθιά παρηγορητική παρουσία, ο Αντώνης Τσιτσιόπουλος φέρνει στη σκηνή όλη την ομορφιά και την τρυφερότητα του Πάτο, ενώ ο Γιώργος Κατσής είναι καίριος στον καταλυτικό ρόλο του Ρέι. Εξαιρετικό το σκηνικό περιβάλλον που έχει δημιουργήσει ο Γιώργος Χατζηνικολάου, αποτυπώνει σε κάθε ίχνος του την αθλιότητα που περιβάλλει τις ηρωίδες, χωρίς όμως να επιβάλλεται στη δράση.

Κριτική από το Αθηνόραμα και την – 

 

26.10.2020